απογκρεμίζω

απογκρεμίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, συμπληρώνω το γκρέμισμα κάποιου πράγματος: Το απογκρέμισαν τα παιδιά εκείνο το καλύβι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απογκρεμίζω — γκρεμίζω εντελώς, συμπληρώνω το γκρέμισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”